- εύθηλος
- εὔθηλος, -ον (Α)1. (για θηλ.) αυτή που έχει ευτραφείς μαστούς («αἶγα εὔθηλον»)2. (ως επίθ. τού μαστού) ευτραφής, μεγάλος («μαστὸν εὔθηλον θεᾱς», Λυκόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θηλή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὔθηλον — εὔθηλος with distended udder masc/fem acc sg εὔθηλος with distended udder neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔθηλοι — εὔθηλος with distended udder masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθηλούμαι — εὐθηλοῡμαι, έομαι (Α) [ευθηλος] έχω θηλάσει καλά, είμαι ευτραφής, παχύς («χοῑρον εὐθηλούμενον», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
θηλή — (Ανατ.). Επιστημονική ονομασία προεξοχής της επιφάνειας ορισμένων οργάνων του σώματος. Οι πιο γνωστές θ., των οποίων η κοινή ονομασία είναι ρώγες, είναι αυτές των μαστών. Αναφέρονται και πολλές άλλες, όπως οι γευστικές θ. της γλώσσας, στις οποίες … Dictionary of Greek